- αμαλητόμος
- ἀμαλητόμος, -ον (Α)αυτός που κόβει τα στάχυα, θεριστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάλη + -τομος < τόμος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαλητόμος — reaper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek